Πότε θα ξανάρθεις;
Σε σένα μιλάω ανθισμένο μου κορίτσι
που 'χεις για πατρίδα την άνοιξη
και για σπίτι τα παιδικά μου παραμύθια.
Έρωτά μου εσύ,
οπλισμένε με τα βέλη του θανάτου...
Σκονισμένος ξαναγυρνώ από
μισό αιώνα απόσταση
να χτίσω
με τα πενήντα μου χρόνια ένα σπιτάκι,
να καθίσω μέσα και να σε περιμένω!
Γι' αυτό αγόρασα κι ένα κλουβί
γεμάτο τραγούδια και
μια κούνια
που να σε παίρνω και να σε πετώ
ως τα σύννεφα-
έλα... Και θα δείς!
Θα σκαρφαλώσω με τη σκάλα μας
στη μικρή μας κληματαριά
για να σου κόψω ένα άστρο
που με περιμένει εκεί
από τότε που ήμουνα παιδάκι...
Απαρηγόρητος τριγυρνώ
στους θολούς δρόμους
έχοντας για συντροφιά μου
τη μοναξιά και
φορώντας για καπέλο
το ξεθωριασμένο φωτοστέφανο
ενός αγίου
που κλεψα από
ένα ερημικό ξωκκλήσι.
Έλα και μην αποξεχνιέσαι!
Τώρα!
Τώρα που 'μαι διψασμένος!!
Τώρα που 'μαι ξύπνιος!
Τώρα που 'μαι ορθός!
Τώρα που 'μαι άτακτος, άτακτος...
Γιατί από αύριο θα 'μαι φρόνιμος,
πολύ φρόνιμος....
Γιατί από αύριο θα κοιμάμαι
κάτω από ένα χωματένιο ουρανό,
μέσα σ' ένα οριζόντιο σπιτάκι
που ούτε και αυτό θα 'ναι δικό μου-
γιατί εγώ στον κόσμο αυτό τίποτα,
τίποτα δεν είχα δικό μου...
Όλα τα 'χα με το νοίκιο,
και τον ήλιο και τον ύπνο και τη ζωή
και από αύριο
θα νοικιάσω και τον θάνατό μου...
Και ξέρεις, πολύ φθηνά,
μια ζωή μια πήχη χώμα.
Μα για μένα απ' όλα το πιο αβάσταχτο,
το πιο πικρό δε θα 'ναι
που θα χάσω το φωτοστέφανό μου!
Για μένα το πιο πικρό θα 'ναι
που δε θα μπορέσω
να σηκωθώ στα πόδια μου
για να σκαρφαλώσω
στη μικρή μας κληματαριά
και να κόψω τ' άστρο που σου 'ταξα...
υγ. Το τελευταίο κάλεσμα . Μενέλαος Λουντέμης.
υγ. Το αγαπούσε ο Πέτρος.
υγ. .............................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου