.....είχε σκεφτεί πάνω στη ζωή.
είχε σκύψει πάνω στη ζωή ,
έτσι σα να είχε σκύψει
πάνω σε μια βαθιά άβυσσο,
και τότε είδε φοβερά πράγματα,
ύστερα δεν μπορούσε να μιλήσει,
η φωνή του είχε παγώσει.
Ποτέ άλλοτε, σκέφτηκε,
οι στέγες των σπιτιών μας
δεν ήτανε τόσο κοντά
η μία στην άλλη
όσο είναι σήμερα,
κι όμως ποτέ άλλοτε
οι καρδιές μας
δεν ήτανε τόσο μακριά
η μία από την άλλη
όσο είναι σήμερα.....
Δεν υπάρχει πλέον ελπίς. !
Του φάνηκε φοβερό
που ήτανε χωρίς ελπίδα.
Είχε την αίσθηση
πως οι άλλοι στο καφενείο
τον κοιτάζανε
κι άλλοι από το δρόμο
σκέφτονταν και ψιθυρίζανε
μεταξύ τους :
Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα .
Σα να είχε ένα σημάδι
πάνω του που το μαρτυρούσε.
Σα να ήτανε γυμνός
ανάμεσα σε ντυμένους.
....αυτός ήταν ένας άνθρωπος ,
τίποτε άλλο.
ένας άνθρωπος
που είχε ελπίσει άλλοτε,
και τώρα δεν έχει ελπίδα,
και που νιώθει χρέος του
να το πει αυτό.
Βέβαια,
άλλοι θάχουν ελπίδα ,
σκέφτηκε.
Δεν μπορεί παρά νάχουν.
Ξανάριξε μια ματιά
στην εφημερίδα :
η Ινδοκίνα,
η κοσμική κίνησις,
το ρεσιτάλ πιάνου,
οι δυο αυτοκτονίες
για οικονομικούς λόγους,
οι Μικρές Αγγελίες....
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός...
Έβγαλε την ατζέντα του,
έκοψε ένα φύλλο
κι έγραψε με το μολύβι του :
Ζ Η Τ Ε Ι Τ Α Ι ε λ π ί ς
ύστερα πρόσθεσε
το όνομα του και
τη διεύθυνσή του.
φώναξε το γκαρσόνι .
ήθελε να πληρώσει,
να πάει κατευθείαν
στην εφημερίδα,
να δώσει την αγγελία του,
να παρακαλέσει,
να επιμείνει να μπει
οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο.
* ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου